Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπίμελος — ἐμπίμελος, ον (Α) αυτός που έχει πιμελή, πάχος … Dictionary of Greek
ἐμπίμελοι — ἐμπίμελος of a fatty substance masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)